αντρομίδα

αντρομίδα
η
πολύχρωμο μάλλινο στρωσίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ενδρομίς (-ίδος) «ένδυμα λουτρού, είδος παπουτσιού»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αντρομίδα — η χοντρό μάλλινο κλινοσκέπασμα με ωραία σχέδια και ζωηρά χρώματα: Για να σκεπαστεί του δωσαν μιαν άβαλτη αντρομίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”